taverna tasos rhodes koskinou 6949177849

Δευτέρα 14 Μαρτίου 2016

Τρεις Αμπαλέρος: Η στολή-άλλοθι που δεν φοριέται μόνο τις Απόκριες!

Φόρεσε την και νιώσε τη… «μαγεία» της κλάψας και των γελοίων άλλοθι που τη συνοδεύουν. Από τον Δημήτρη Γράτσο

Φόρεσε την και νιώσε τη… «μαγεία» της κλάψας και των γελοίων άλλοθι που τη συνοδεύουν. 

Σε μια χώρα που βρίσκεται σε χειρότερη κατάσταση ακόμη και από κακόφημο οίκο ανοχής, προφανώς μετά τους πολιτικούς που μας αξίζουν, έχουμε και τον αντίστοιχο αθλητισμό. Πολλές φορές μάλιστα, πολιτικοί και παράγοντες του αθλητισμού είτε συνεργάζονται «στενά» μεταξύ τους, είτε είναι τα ίδια ακριβώς πρόσωπα, που απλά αλλάζουν μετερίζια. Έχουμε όμως πχ. τόσο βρώμικο ποδόσφαιρο και μάλιστα με τον τρόπο που κάποιοι θέλουν να το παρουσιάζουν; Με Παράγκες, «εγκληματικές οργανώσεις» και στημένα ματς; Και αν ναι, αυτοί που τα κατακρίνουν, το κάνουν γιατί θέλουν το καλό του ποδοσφαίρου ή μήπως για το προσωπικό τους καλό… εις βάρος των άλλων;
Ας τα πάρουμε από την αρχή. Όλα προφανώς ξεκινούν από την έλλειψη παιδείας (όχι μόνο αθλητικής) και της κακής νοοτροπίας, στοιχεία που (δεν) διαθέτουμε ως λαός. Ναι ναι ξέρω «οι Έλληνες δώσαμε τον πολιτισμό στους απολίτιστους κλπ. κλπ.», με τη μόνη διαφορά ότι αυτό το έκαναν οι ΑΡΧΑΙΟΙ Έλληνες και όχι αυτοί που ψηφίζουν Χρυσή Αυγή και θεωρούν ότι η Χούντα μας έκανε καλό. Το μόνο που έχουν εφεύρει οι Νεοέλληνες, είναι η λέξη «λαμογιά», η οποία συνοδεύεται από απίστευτες πατέντες για κομπίνες. Επίσης προσπαθούμε να περνάμε καλά και να επιβιώνουμε, ακόμη και αν το επιτύχουμε εις βάρος του διπλανού μας. Και εκεί βρίσκεται όλο το «ζουμί». Είμαστε τόσο παρτάκηδες, που αρνούμαστε να δούμε πέρα από τον εαυτό μας ή έστω να μπούμε για λίγο στη θέση του άλλου και να δούμε τα πράγματα πιο σφαιρικά.
Τι σας λέω όμως Αποκριάτικα ε; Κι όμως δεν αμολάω κάποιον διαδικτυακό χαρταετό, αλλά αυτή η εισαγωγή αποτελεί την βάση για τα όσα βλέπουμε στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Και αναφέρομαι στο ποδόσφαιρο, όχι μόνο επειδή θεωρείται το πιο δημοφιλές άθλημα, αλλά και επειδή ως χώρα δεν διαθέτουμε κάποια ιδιαίτερη παράδοση, όπως έχουμε στο μπάσκετ για παράδειγμα. Τι συμβαίνει λοιπόν στο ελληνικό ποδόσφαιρο; Η απάντηση είναι απλή. Ότι συμβαίνει παντού στον κόσμο. Στον πλανήτη. Στη ζούγκλα. Δηλαδή επικρατεί ο νόμος του ισχυρού. Όλοι φοβούνται, σέβονται, γλείφουν (βάλτε όποια λέξη θέλετε) τον ισχυρό. Αν είσαι μάγκας προσπάθησε να τον ξεπεράσεις. Αλλιώς σταμάτα να ψάχνεις τρόπους για να τον μειώσεις, γιατί έτσι τον γιγαντώνεις κι άλλο και στο τέλος καταντάς γελοίος, πέρα από γραφικός.






Αυτό συμβαίνει και στο πολύπαθο ελληνικό ποδόσφαιρο, απλά σε πιο… μπουρδελέ κατάσταση σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Δεν θα μπορούσαμε να έχουμε κάτι καλύτερο, για τους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω. Οι πιο μεγάλες και εύρωστες οικονομικά ομάδες, πάντα θα τυγχάνουν ιδιαίτερης μεταχείρισης, ειδικά απέναντι σε μικρότερες. Το πρόβλημα εντοπίζεται όταν κάποιοι αναλαμβάνουν την διοίκηση μιας μεγάλης ομάδας και την μικραίνουν μέρα με τη μέρα, είτε γιατί έτσι τους βολεύει, είτε γιατί το δικό τους μέγεθος δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις εκείνης (..). Επίσης κανείς επιχειρηματίας στην Ελλάδα (και στον κόσμο ολόκληρο) δεν έχει ανακηρυχθεί… Άγιος σαν τον Παΐσιο, άρα το να μιλάμε για εξυγίανση προϋποθέτει τουλάχιστον τη συμμετοχή τηςΜητέρας Τερέζας στο διοικητικό σχήμα των τιμητών της εξυγίανσης.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Ότι επί της ουσίας κανείς δεν ενδιαφέρεται για καμία «κάθαρση» ή δικαιοσύνη, σε ένα άθλημα που ούτως ή άλλως πολλές φορές από μόνο του είναι «άδικο», παρά μόνο για τα προσωπικά του συμφέροντα. Αυτό συμβαίνει και το τελευταίο διάστημα, όταν οι Τρεις που βρέθηκαν είτε από σπόντα (ΠΑΟ, ΠΑΟΚ) είτε ηθελημένα (ΑΕΚ) να έχουν αναλάβει τις τύχες μεγάλων σε ιστορία σωματείων, προσπαθούν να γίνουν χαλίφηδες στη θέση του Χαλίφη (Μαρινάκη), χωρίς όμως να θέλουν να τον ξεπεράσουν, παρά μόνο να τον… ρίξουν με κάθε τρόπο. Κι αν δεχτούμε ότι ο ένας (Ιβάν Σαββίδης) τουλάχιστον έχει ξοδέψει αρκετά χρήματα έστω με λάθος τρόπο και προς λάθος άτομα, οι άλλοι δύο απλά κοροϊδεύουν τον κόσμο και ειδικότερα τον κόσμο των ομάδων τους.
Ο ένας (Γιάννης Αλαφούζος) φαινομενικά έσωσε τον ΠΑΟ από την λαίλαπα της πολυμετοχικότητας, όμως τον έχει μικρύνει σαν μέγεθος όσο ποτέ άλλοτε. Εν έτει 2016 ο Παναθηναϊκός αγωνίζεται στο μισοδιαλυμένο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, στην Ευρώπη διασύρεται από ανύπαρκτες ομάδες, λεφτά δεν υπάρχουν, ο ίδιος με δηλώσεις του νομιμοποιεί τη βία και η καραμέλα της κλάψας για διαιτησίες και λοιπές αδικίες χτυπάει πλέον… κόκκινο. Ειδικά όταν τρως 3 γκολ από τον Ολυμπιακό και βγάζεις ξανά ανακοίνωση βουτηγμένη στο κλάμα! Προφανώς δεν έχεις ιδέα από ποδόσφαιρο και δεν έχεις αντιληφθεί το μέγεθος της ομάδας που έχεις αναλάβει να διοικήσεις.
Ο άλλος (Δημήτρης Μελισσανίδης) είναι ο αόρατος διοικητικός ηγέτης της ΑΕΚ, ανέλαβε να την σώσει εκ του ασφαλούς MONO όταν εκείνη υποβιβάστηκε στη Γ’ Εθνική για να μην πληρώσει τα χρέη που είχαν συσσωρευθεί και συνεχίζει την ίδια «σφιχτή» οικονομική πολιτική ακόμη και τώρα που η «Ένωση» επέστρεψε στην Σούπερ Λίγκα. Κάποιοι κακεντρεχείς τον έχουν χαρακτηρίσει για αυτή του την επιλογή ως «καβούρια», ενώ η σχέση του με τον ΟΠΑΠ, τυπικά δεν του επιτρέπει να φαίνεται στα διοικητικά της ΑΕΚ, εξού και ο χαρακτηρισμός «αόρατος». Και όλα αυτά από μια παλιά καραβάνα του ελληνικού ποδοσφαίρου, καθώς είχε εμπλακεί ξανά με το ποδοσφαιρικό τμήμα της ΑΕΚ τη δεκαετία του ’90.
Απέναντι τους βρίσκεται ο Ολυμπιακός των 43 πρωταθλημάτων και της οικονομικής άνεσης των διοικήσεων του. Η ομάδα που επί 9 χρόνια δεν την άφησαν να σηκώσει κεφάλι με κάθε πιθανό ή απίθανο τρόπο, μέχρι τη μέρα που τα κατάφερε και έκτοτε ανέλαβε τα ηνία για τα καλά, με ότι συνεπάγεται αυτό. Αρχικά με τον Σωκράτη Κόκκαλη (1993-2010) και από το 2010 και μετά, με τον Βαγγέλη Μαρινάκη. Μπήκαν στο παιχνίδι σαν απλοί παίκτες, επένδυσαν και νίκησαν. Ο μεν Κόκκαλης ανέλαβε την ομάδα του Πειραιά στην χειρότερη περίοδο της ιστορίας της, ο δε Μαρινάκης μετά την χειρότερη χρονιά της εποχής Κόκκαλη. Ανεξάρτητα από το τι πιστεύει ο καθένας για εκείνους και τα όποια λάθη έχουν κάνει (είπαμε και πιο πάνω περί Αγίων), αμφότεροι έβαλαν λεφτά, έφεραν παίκτες παγκόσμιας εμβέλειας, έφτιαξαν υποδομές, δεν επένδυσαν στην κλάψα και την μιζέρια, δεν επιχείρησαν να μικρύνουν το μέγεθος του συλλόγου, αλλά κατάφεραν να φανούν αντάξιοι του και με το παραπάνω. Τον έκαναν ισχυρό και τον διατήρησαν εκεί. Και αυτό προφανώς πολλαπλασιάζει τους εχθρούς σου και δεν σε κάνει ιδιαίτερα δημοφιλή στους «απέναντι».
Έτσι οι λοιπόν οι Τρεις Εξυγιαντές έχουν κηρύξει πόλεμο κατά του Μαρινάκη και του Ολυμπιακού. Τον κατηγορούν ότι έχει καταστρέψει το ελληνικό ποδόσφαιρο και ότι εξαιτίας του η διαιτησία τους αδικεί κατάφωρα, ακόμη και όταν τρώνε 3 γκολ όπως συνέβη και στο χθεσινό «αιώνιο» ντέρμπι. Υπάρχουν όμως μερικά προβλήματα σε όλη αυτή την «καμπάνια». Αρχικά ο Μαρινάκης μπήκε στο ποδόσφαιρο το 2010, το οποίο σημαίνει ότι όλα πριν κυλούσαν ρολόι και ότι πχ. εισβολές με όπλα σε αγωνιστικούς χώρους και πυροβολισμοί σε Members Club συνέβησαν σε άλλη χώρα και όχι σε ΟΑΚΑ και Νέα Φιλαδέλφεια αντίστοιχα. Το βασικότερο όμως πρόβλημα είναι ότι κανείς από τους Τρεις δεν είναι η «Μητέρα Τερέζα» και δεν θέλει το καλό του ποδοσφαίρου, αλλά της επιχείρησης και των συμφερόντων του. Και καλά κάνει. Αλλά ας μην το κάνει εις βάρος άλλων. Όπα; Σας θύμισε κάτι αυτό; Μήπως τη νοοτροπία μας ως λαό; Τίποτα δεν είναι τυχαίο. Και αυτό αφορά και όσους υιοθετούν και αναπαράγουν πιστά τις απόψεις των Τριών Εξυγιαντών. Κανείς δεν θέλει το 50-50, θέλει να κερδίζει η ομάδα του. Και καλά κάνει όποιος το επιθυμεί. Αλλά να το λέει ξεκάθαρα. Όχι να θεωρεί δίκαιη μια νίκη με 2 αποβολές και πέναλτι υπέρ του, αλλά όταν είναι εις βάρος του να μιλάει για Παράγκες και κατάφωρες αδικίες. Δεν γίνεται και μονά και ζυγά δικά μας.
Το ποδόσφαιρο είναι δημοφιλές γιατί δεν αποδίδει πάντα δικαιοσύνη. Είναι το άθλημα που ο Δαβίδ μπορεί να κερδίσει τον Γολιάθ ή έστω να μην χάσει. Για ένα ματς η μπάλα μπορεί να γίνει «πόρνη». Ένα πρωτάθλημα όμως είναι άλλη ιστορία, σχεδόν πάντα θα το κατακτήσει ο καλύτερος. Αυτός που έπαιξε καλύτερα, που είχε το πιο πλήρες ρόστερ για να αντεπεξέλθει σε έναν μαραθώνιο αγώνων. Μόνο στην Ελλάδα κάποιοι θα μπορούσαν να θεωρήσουν ως αδικία την κατάκτηση του πρωταθλήματος από μια ομάδα που έχει διαφορά 20, 25 και 30 βαθμών από τους επόμενους τρεις της βαθμολογίας. Ξεχνούν όμως το νόμο του ισχυρού. Η’ για την ακρίβεια, τον ξεχνούν επιλεκτικά. Γιατί όταν οι ίδιοι ευνοηθούν εις βάρος κάποιου αδύναμου, το κάνουν «γαργάρα» και συνεχίζουν να ασχολούνται με το αν ευνοήθηκε ο ισχυρότερος όλων. Προφανώς και θα ευνοήθηκε. Γιατί εσύ τον άφησες να είναι ισχυρός και μόνιμος πρωταθλητής. Για την ακρίβεια εσείς. Οι Τρεις Αμπαλέρος. Άραγε προλαβαίνει ο Κοντονής να διακόψει και το ελληνικό πρωτάθλημα; 
Από τον Δημήτρη Γράτσο